- ἐσδραμεῖν
- εἰστρέχωrun inaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυντάσσω — Α [συντάσσω] 1. συντάσσω, κατατάσσω προηγουμένως («προσυντάσσειν στρατιώτην ἐσδραμεῑν», Πολύαιν.) 2. μέσ. προσυντάσσομαι τακτοποιώ προηγουμένως («προσυντάξασθαι τὰς δυνάμεις», Ιώσ.) 3. παθ. συνθέτομαι προηγουμένως («προσυντεταγμέναι βίβλοι», Βέττ … Dictionary of Greek